ὑποβεβηκότως

ὑποβεβηκότως
ὑποβεβηκότως
downwards
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποβεβηκότως — ΜΑ επίρρ. πολύ σιγά, ήρεμα («μεγάλῃ τῇ φωνῇ... ἧσσον... ὑποβεβηκότως», Αθανάσ.) αρχ. 1. ειδικά 2. καθοδικά, προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ὑποβεβηκώς, ότος τού ρ. ὑποβαίνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”